- καθόλος
- καθόλος, -ον (Μ)ολόκληρος.επίρρ...καθόλως (Μ)καθόλου, διόλου.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ὅλος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλοκάθολος — ον, Α αυτός που τού αρέσουν οι γενικότητες. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + καθόλος «ολόκληρος»] … Dictionary of Greek